Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ γειτοσύνη

См. также в других словарях:

  • γειτοσύνη — γειτοσύνη, η (Α) γειτονία (βλ. γειτονιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων ( ονος), χωρίς το ν τού θέματος, κατά τα ουσ. σε οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • γειτοσύνην — γειτοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειτοσύνης — γειτοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… …   Dictionary of Greek

  • γειτόσυνος — γειτόσυνος, ον (Α) [γειτοσύνη] ο γειτονικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»